- παμψέκτωρ
- παμ-ψέκτωρ, ορος, ὁ,A one that blames all, ib.58.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παμψέκτωρ — παμψέκτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που κατηγορεί τους πάντες και τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. ψεκ τού ψέγω (πρβλ. ψέκτης) + επίθημα τωρ] … Dictionary of Greek
παμψέκτωρ — one that blames all masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμψογος — πάμψογος, ον (Α) παμψέκτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ψόγος] … Dictionary of Greek